- οψίγαμος
- ος , ον поздно вступивший в брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀψίγαμος — late married masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψίγαμος — η, ο (Α ὀψίγαμος, η, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + γάμος] … Dictionary of Greek
ὀψιγάμῳ — ὀψίγαμος late married masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίγαμοι — ὀψίγαμος late married masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek
οψιγάμιον — ὀψιγάμιον, τὸ (Α) [οψίγαμος] οψιγαμία … Dictionary of Greek
οψιγαμία — η (Α ὀψιγαμία) [οψίγαμος] γάμος που γίνεται αργά, καθυστερημένα, σε προχωρημένη ηλικία … Dictionary of Greek
οψιγαμίου — ὀψιγαμίου γραφή, ἡ (Α) [οψίγαμος] ποινική δίωξη για αναβολή τού γάμου πέρα από το καθιερωμένο όριο ηλικίας, αλλ. οψιγαμίου δίκη … Dictionary of Greek
οψιγαμώ — ὀψιγαμῶ, έω (Α) [οψίγαμος] παντρεύομαι σε προχωρημένη ηλικία … Dictionary of Greek